Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατασυκοφαντώ < ελληνιστική κοινή κατασυκοφαντέω / κατασυκοφαντῶ

  Ρήμα επεξεργασία

κατασυκοφαντώ (παθητική φωνή: κατασυκοφαντούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία