κατασυκοφαντούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακατασυκοφαντούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος κατασυκοφαντώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατασυκοφαντούμαι | κατασυκοφαντούμουν | θα κατασυκοφαντούμαι | να κατασυκοφαντούμαι | ||
β' ενικ. | κατασυκοφαντείσαι | κατασυκοφαντούσουν | θα κατασυκοφαντείσαι | να κατασυκοφαντείσαι | ||
γ' ενικ. | κατασυκοφαντείται | κατασυκοφαντούνταν | θα κατασυκοφαντείται | να κατασυκοφαντείται | ||
α' πληθ. | κατασυκοφαντούμαστε | κατασυκοφαντούμασταν κατασυκοφαντούμαστε |
θα κατασυκοφαντούμαστε | να κατασυκοφαντούμαστε | ||
β' πληθ. | κατασυκοφαντείστε | κατασυκοφαντούσασταν κατασυκοφαντούσαστε |
θα κατασυκοφαντείστε | να κατασυκοφαντείστε | κατασυκοφαντείστε | |
γ' πληθ. | κατασυκοφαντούνται | κατασυκοφαντούνταν | θα κατασυκοφαντούνται | να κατασυκοφαντούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατασυκοφαντήθηκα | θα κατασυκοφαντηθώ | να κατασυκοφαντηθώ | κατασυκοφαντηθεί | ||
β' ενικ. | κατασυκοφαντήθηκες | θα κατασυκοφαντηθείς | να κατασυκοφαντηθείς | κατασυκοφαντήσου | ||
γ' ενικ. | κατασυκοφαντήθηκε | θα κατασυκοφαντηθεί | να κατασυκοφαντηθεί | |||
α' πληθ. | κατασυκοφαντηθήκαμε | θα κατασυκοφαντηθούμε | να κατασυκοφαντηθούμε | |||
β' πληθ. | κατασυκοφαντηθήκατε | θα κατασυκοφαντηθείτε | να κατασυκοφαντηθείτε | κατασυκοφαντηθείτε | ||
γ' πληθ. | κατασυκοφαντήθηκαν κατασυκοφαντηθήκαν(ε) |
θα κατασυκοφαντηθούν(ε) | να κατασυκοφαντηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κατασυκοφαντηθεί | είχα κατασυκοφαντηθεί | θα έχω κατασυκοφαντηθεί | να έχω κατασυκοφαντηθεί | κατασυκοφαντημένος | |
β' ενικ. | έχεις κατασυκοφαντηθεί | είχες κατασυκοφαντηθεί | θα έχεις κατασυκοφαντηθεί | να έχεις κατασυκοφαντηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κατασυκοφαντηθεί | είχε κατασυκοφαντηθεί | θα έχει κατασυκοφαντηθεί | να έχει κατασυκοφαντηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κατασυκοφαντηθεί | είχαμε κατασυκοφαντηθεί | θα έχουμε κατασυκοφαντηθεί | να έχουμε κατασυκοφαντηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κατασυκοφαντηθεί | είχατε κατασυκοφαντηθεί | θα έχετε κατασυκοφαντηθεί | να έχετε κατασυκοφαντηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κατασυκοφαντηθεί | είχαν κατασυκοφαντηθεί | θα έχουν κατασυκοφαντηθεί | να έχουν κατασυκοφαντηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατασυκοφαντούμαι
|