συκοφαντώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συκοφαντώ < συκοφαντῶ < αρχαία ελληνική συκοφαντέω < συκοφάντης + jω < σύκο και φαίνω
Ρήμα
επεξεργασίασυκοφαντώ : κατηγορώ δημοσίως κάποιον άδικα, ψευδώς, ανακριβώς, για κάτι που δεν φταίει, τον διασύρω (συνήθως εν γνώσει μου για το αναληθές της καταγγελίας), τον δυσφημίζω