Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  συκοφαντῶ   συκοφαντοῦμαι 
Παρατατικός  ἐσυκοφάντουν   ἐσυκοφαντούμην 
Μέλλοντας  συκοφαντήσω   συκοφαντηθήσομαι 
Αόριστος  ἐσυκοφάντησα   ἐσυκοφαντήθην 
Παρακείμενος  σεσυκοφάντηκα   σεσυκοφάντημαι 
Υπερσυντέλικος  σεσυκοφαντημένος ἦν 
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία επεξεργασία

συκοφαντέω < συκοφάντης και jω

  Ρήμα επεξεργασία

συκοφαντέω συκοφαντῶ

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • το συκοφάντημα
  • ἡ συκοφάντησις


Σημειώσεις επεξεργασία

Κατά την αρχαιότητα, οι συκοφάντες ήταν οι εκτιμητές της αναμενόμενης παραγωγής σύκων, που ήταν σημαντικά για το κρατικό ταμείο. Η παλαιότερη θεωρία ότι ο συκοφάντης ήταν αυτός που φανέρωνε ποιος εξάγει παρανόμως σύκα και εσκεμμένα δυσφήμιζε κάποιους παραγωγούς, μάλλον αμφισβητείται πλέον και θεωρείται επινόημα.