Δείτε επίσης: ἀμφισβητοῦμαι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɱ.fi.zviˈtu.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμ‐φι‐σβη‐τού‐μαι
ομόηχο: αμφισβητούμε

  Ρήμα επεξεργασία

αμφισβητούμαι, π.αόρ.: αμφισβητήθηκα, μτχ.π.π.: αμφισβητημένος, μτχ.π.ενεστώτα: αμφισβητούμενος

  Μεταφράσεις επεξεργασία