Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμφισβητημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Δείτε επίσης
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αμφισβητημέν
ος
η
αμφισβητημέν
η
το
αμφισβητημέν
ο
γενική
του
αμφισβητημέν
ου
της
αμφισβητημέν
ης
του
αμφισβητημέν
ου
αιτιατική
τον
αμφισβητημέν
ο
την
αμφισβητημέν
η
το
αμφισβητημέν
ο
κλητική
αμφισβητημέν
ε
αμφισβητημέν
η
αμφισβητημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αμφισβητημέν
οι
οι
αμφισβητημέν
ες
τα
αμφισβητημέν
α
γενική
των
αμφισβητημέν
ων
των
αμφισβητημέν
ων
των
αμφισβητημέν
ων
αιτιατική
τους
αμφισβητημέν
ους
τις
αμφισβητημέν
ες
τα
αμφισβητημέν
α
κλητική
αμφισβητημέν
οι
αμφισβητημέν
ες
αμφισβητημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αμφισβητημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
αμφισβητώ
Αντώνυμα
επεξεργασία
αναμφισβήτητος
Δείτε επίσης
επεξεργασία
αμφισβητούμενος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμφισβητημένος