Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό.



↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κηλιδωτός η κηλιδωτή το κηλιδωτό
      γενική του κηλιδωτού της κηλιδωτής του κηλιδωτού
    αιτιατική τον κηλιδωτό την κηλιδωτή το κηλιδωτό
     κλητική κηλιδωτέ κηλιδωτή κηλιδωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κηλιδωτοί οι κηλιδωτές τα κηλιδωτά
      γενική των κηλιδωτών των κηλιδωτών των κηλιδωτών
    αιτιατική τους κηλιδωτούς τις κηλιδωτές τα κηλιδωτά
     κλητική κηλιδωτοί κηλιδωτές κηλιδωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κηλιδωτός < (κηλίς >) κηλιδώνω + -τός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ci.li.ðoˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κη‐λι‐δω‐τός

  Επίθετο

επεξεργασία

κηλιδωτός, -ή, -ό

  • που έχει κηλίδες, που είναι διάστικτος

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία