↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κηλίς αἱ κηλῖδες
      γενική τῆς κηλῖδος τῶν κηλίδων
      δοτική τῇ κηλῖδ ταῖς κηλῖσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κηλῖδ τὰς κηλῖδᾰς
     κλητική ! κηλίς* κηλῖδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κηλῖδε
γεν-δοτ τοῖν  κηλίδοιν
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κηλίς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κηλίς, -ῖδος θηλυκό

  1. η κηλίδα, ο λεκές (ιδίως για αίμα)
  2. (μεταφορικά)
    1. ελάττωμα
    2. η ατίμωση

Συγγενικά

επεξεργασία