λεκές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λεκές | οι | λεκέδες |
γενική | του | λεκέ | των | λεκέδων |
αιτιατική | τον | λεκέ | τους | λεκέδες |
κλητική | λεκέ | λεκέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λεκές < (άμεσο δάνειο) τουρκική leke < περσική لکه (lakā)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλεκές αρσενικό
- κηλίδα που σχηματίζεται σε κάτι που λερώθηκε, π.χ. σε ένα ρούχο
- (μεταφορικά) κάτι που θίγει την αξιοπρέπεια, την υπόληψη ή την αξία κάποιου
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- λεκέ που βγάζει το νερό να μην τον συλλογάσαι : δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για κάτι που διορθώνεται
Μεταφράσεις
επεξεργασία λεκές
|