Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λεκές οι λεκέδες
      γενική του λεκέ των λεκέδων
    αιτιατική τον λεκέ τους λεκέδες
     κλητική λεκέ λεκέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
λεκές από καφέ

  Ετυμολογία Επεξεργασία

λεκές < (άμεσο δάνειο) τουρκική leke < περσική لکه (lakā)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /leˈces/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

λεκές αρσενικό

  1. κηλίδα που σχηματίζεται σε κάτι που λερώθηκε, π.χ. σε ένα ρούχο
     συνώνυμα: κηλίδα
  2. (μεταφορικά) κάτι που θίγει την αξιοπρέπεια, την υπόληψη ή την αξία κάποιου
     συνώνυμα: στίγμα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  • λεκέ που βγάζει το νερό να μην τον συλλογάσαι : δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για κάτι που διορθώνεται

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία