makulo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | makulo | makuloj |
αιτιατική | makulon | makulojn |
makulo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | makulo | makuloj |
αιτιατική | makulon | makulojn |
makulo (eo)