• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

χωρατό

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Παράγωγες λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χωρατό τα χωρατά
      γενική του χωρατού των χωρατών
    αιτιατική το χωρατό τα χωρατά
     κλητική χωρατό χωρατά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

χωρατό < χωρατεύω + -ό (αναδρομικός σχηματισμός) < χωραϊτεύω < χωραΐτης < χώρα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

χωρατό ουδέτερο

  • το άκακο αστείο ή πλάκα που γίνεται για να γελάσουμε

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία

  • χωρατατζής
  • χωρατεύω
  • → δείτε τη λέξη χώρα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    χωρατό
  • γαλλικά : blague (fr)
  • γερμανικά : Scherz (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=χωρατό&oldid=5529341"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Φεβρουαρίου 2022, στις 09:19
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Φεβρουαρίου 2022, στις 09:19.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie