↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χωρατό τα χωρατά
      γενική του χωρατού των χωρατών
    αιτιατική το χωρατό τα χωρατά
     κλητική χωρατό χωρατά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χωρατό < χωρατεύω + (αναδρομικός σχηματισμός) < χωραϊτεύω < χωραΐτης < χώρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χωρατό ουδέτερο

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία