Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χωρατατζής οι χωρατατζήδες
      γενική του χωρατατζή των χωρατατζήδων
    αιτιατική τον χωρατατζή τους χωρατατζήδες
     κλητική χωρατατζή χωρατατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
χωρατατζής < χωρατά + -τζής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χωρατατζής αρσενικό

  • που κάνει χωρατά, συνεχώς αστειεύεται

  Μεταφράσεις επεξεργασία