μάλαμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μάλαμα | τα | μαλάματα |
γενική | του | μαλάματος | των | μαλαμάτων |
αιτιατική | το | μάλαμα | τα | μαλάματα |
κλητική | μάλαμα | μαλάματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μάλαμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μάλαμα < ελληνιστική κοινή μάλαγμα με απλοποίηση των <γμ> > <μμ> > <μ> και της προφοράς τους[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμάλαμα ουδέτερο (πληθυντικός μαλάματα κυρίως ποιητικός ή με κεφαλαίο τοπωνύμιο)
- κάθε πολύτιμο μέταλλο [2]
- το χρυσάφι, ο χρυσός, ο λευκόχρυσος
- ※ Τότες οι σύντροφοι του Μπεν, που ήτανε κ' οι πιο πολλοί, πήρανε πίσω με το στανιό τ' ασήμι που 'χανε δοσμένο, κρατήσανε και το μάλαμα. (Φώτης Κόντογλου Ο κουρσάρος Άβερης, ο λεγόμενος Μπεν [διήγημα])
- (μεταφορικά) στον ενικό: καλή καρδιά
- ⮡ έχει ψυχή μάλαμα! είναι τόσο γλυκός άνθρωπος!
- ※ ο τύπος ζήτησε συγγνώμη και συστήθηκε - ήταν ο μέγας Μπαγιαντέρας, ο Μήτσος με την καρδιά μάλαμα, κι έκανε πάντα αυτό το χωρατό, με τάχα λεκέδες και θηλιές, σ' όσους δεν ήξεραν που είχε μείνει τυφλός στην Κατοχή, από αφαγία. (Αύγουστος Κορτώ, Τσιτσιμπού, η μάγισσα της πίστας, εκδ. Πατάκης, 2023)
Συγγενικά
επεξεργασία- τα μαλαματικά (παρωχημένο) τα χρυσαφικά, τα κοσμήματα
- μαλαματένιος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μάλαμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)