Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μάλαμα τα μαλάματα
      γενική του μαλάματος των μαλαμάτων
    αιτιατική το μάλαμα τα μαλάματα
     κλητική μάλαμα μαλάματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μάλαμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μάλαμα < ελληνιστική κοινή μάλαγμα με απλοποίηση των <γμ> > <μμ> > <μ> και της προφοράς τους[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάλαμα ουδέτερο (πληθυντικός μαλάματα κυρίως ποιητικός ή με κεφαλαίο τοπωνύμιο)

  1. κάθε πολύτιμο μέταλλο [2]
  2. το χρυσάφι, ο χρυσός, ο λευκόχρυσος
    ※  Τότες οι σύντροφοι του Μπεν, που ήτανε κ' οι πιο πολλοί, πήρανε πίσω με το στανιό τ' ασήμι που 'χανε δοσμένο, κρατήσανε και το μάλαμα. (Φώτης Κόντογλου Ο κουρσάρος Άβερης, ο λεγόμενος Μπεν [διήγημα])
  3. (μεταφορικά) στον ενικό: καλή καρδιά
    έχει ψυχή μάλαμα! είναι τόσο γλυκός άνθρωπος!

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. μάλαμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)