λευκόχρυσος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
|
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λευκόχρυσος < (λευκός) λευκό- + χρυσ(ός) + -ος, (λόγιο δάνειο) γαλλική or blanc. Διαφορετική η ελληνιστική σημασία του λευκόχρυσος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λευκόχρυσος αρσενικό
- (χημεία) χημικό στοιχείο της κατηγορίας των μετάλλων με ατομικό αριθμό 78 και χημικό σύμβολο το Pt· η πλατίνα
- (κοσμηματοποιία) κράμα χρυσού με άλλο μέταλλο, συνήθως ασήμι και παλλάδιο, που έχει λευκότερο χρώμα από εκείνο του χρυσού
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λευκόχρυσος | οι | λευκόχρυσοι |
γενική | του | λευκόχρυσου | των | λευκόχρυσων |
αιτιατική | τον | λευκόχρυσο | τους | λευκόχρυσους |
κλητική | λευκόχρυσε | λευκόχρυσοι | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
λευκόχρυσος (χημικό στοιχείο)
ΠηγέςΕπεξεργασία
- λευκόχρυσος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
λευκόχρυσος -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) λίθος, πετράδι με χρυσαφί χρώμα που έχει λευκές λωρίδες (ή ανταύγειες)
ΠηγέςΕπεξεργασία
- τόμ. Γ΄, σελ. 34 - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών
- λευκόχρυσος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.