Platin
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαPlatin (de) ουδέτερο
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: λευκόχρυσος
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Platin < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαPlatin αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]