Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλατίνα οι πλατίνες
      γενική της πλατίνας των πλατινών
    αιτιατική την πλατίνα τις πλατίνες
     κλητική πλατίνα πλατίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πλατίνα < (μαρτυρείται από το 1823) ισπανική platina < αρχαία ελληνική πλατύς

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πλατίνα θηλυκό

  1. κοινή ονομασία για τον λευκόχρυσο (χημικό στοιχείο)
  2. (συνήθως στον πληθυντικό) εξάρτημα του συστήματος ανάφλεξης σε μηχανές εσωτερικής καύσης

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία