Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  • Χημικό στοιχείο: Ir
  • Ατομικός αριθμός : 77
  • Προηγούμενο = Os
  • Επόμενο = Pt

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ιρίδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική iridium < λατινική iris < αρχαία ελληνική ἶρις (λόγω των έντονων χρωμάτων του, που μοιάζουν με ουράνιο τόξο)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈɾi.ði.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐ρί‐δι‐ο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιρίδιο τα ιρίδια
      γενική του ιριδίου
ιρίδιου
των ιριδίων
    αιτιατική το ιρίδιο τα ιρίδια
     κλητική ιρίδιο ιρίδια
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ιρίδιο

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ιρίδιο ουδέτερο στον ενικό

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΣύνθεταΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία