ιρίδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- ιρίδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική iridium < λατινική iris < αρχαία ελληνική ἶρις (λόγω των έντονων χρωμάτων του, που μοιάζουν με ουράνιο τόξο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈɾi.ði.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ρί‐δι‐ο
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ιρίδιο | τα | ιρίδια |
γενική | του | ιριδίου & ιρίδιου |
των | ιριδίων |
αιτιατική | το | ιρίδιο | τα | ιρίδια |
κλητική | ιρίδιο | ιρίδια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιρίδιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 77, ατομικό βάρος 192,217 και χημικό σύμβολο το Ir
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ίριδα
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- ιρίδιο στη Βικιπαίδεια