ιρίδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
|
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ιρίδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική iridium < λατινική iris < αρχαία ελληνική ἶρις (λόγω των έντονων χρωμάτων του, που μοιάζουν με ουράνιο τόξο)
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ιρίδιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 77, ατομικό βάρος 192,217 και χημικό σύμβολο το Ir
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ίριδα
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
ιρίδιο στη Βικιπαίδεια