ίριδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ίριδα | οι | ίριδες |
γενική | της | ίριδας | των | ιρίδων |
αιτιατική | την | ίριδα | τις | ίριδες |
κλητική | ίριδα | ίριδες | ||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ίριδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἶρις από την αιτιατική «τὴν ἴριδα» < Ἶρις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαίριδα θηλυκό
- το ουράνιο τόξο
- το χρωματιστό κυκλικό τμήμα του ματιού που περιβάλλει την κόρη
- (βοτανική, λουλούδι) μονοκοτυλήδονο φυτό του γένους των Λειριωδών (Liliales), της οικογένειας των Ιριδοειδών
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- ίριδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ουράνιο τόξο
|
βοτανική
|
Πηγές
επεξεργασία- ίριδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ίριδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)