Ἶρις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἶρις | ||
γενική | τῆς | Ἴριδος | ||
δοτική | τῇ | Ἴριδῐ | ||
αιτιατική | τὴν | Ἶριν | ||
κλητική ὦ! | Ἶρι | |||
Δείτε και την κλίση του ἶρις. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἶρις < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyro- < *wey-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἾρις θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) Ίριδα (κατώτερη θεότητα, αγγελιοφόρος των θεών)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Ίρις στη Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- Ἶρις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἶρις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.