ἶρις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ῑρῐδ- | |||||
ονομαστική | ἡ | ἶρις | αἱ | ἴριδες | |
γενική | τῆς | ἴριδος | τῶν | ἰρίδων | |
δοτική | τῇ | ἴριδῐ | ταῖς | ἴρισῐ(ν) & επικός:ἴρισσι(ν) | |
αιτιατική | τὴν | ἶριν & ἴριδᾰ |
τὰς | ἴριδᾰς | |
κλητική ὦ! | ἶρι | ἴριδες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἴριδε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἰρίδοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἶρις < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wey-ro- (νήμα, καλώδιο) < *weh₁y- (στρίβω, πλέκω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἶρις θηλυκό
- ουράνιο τόξο
- φωτεινός κύκλος γύρω από ένα σώμα που λάμπει
- (ανατομία) η ίριδα του οφθαλμού
- (φυτό) το φυτό ίριδα
Πηγές
επεξεργασία- ἶρις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.