Δείτε επίσης: αγγελιαφόρος, ἀγγελιαφόρος
ΔΦΑ : /aŋ.ɟe.li.oˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγγελιοφόρος

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγγελιοφόρος αρσενικό ή θηλυκό συνήθης γραφή του αγγελιαφόρος

  • (επάγγελμα) που μεταφέρει ένα μήνυμα ή μια είδηση
      Ισως ο αγγελιοφόρος της κοσμοϊστορικής Νίκης του πνεύματος κατά του σκοταδισμού να χρησιμοποίησε τον πλέον σύντομο δρόμο, περίπου 34 χιλιόμετρα και όχι τον κατά 25 αιώνες μεταγενέστερο (περίπου 42 χιλιόμετρα), ο οποίος ήταν άγνωστος και ανύπαρκτος.
    Θ. Γιαννάκης, Ο μαραθωνοδρόμος του «νενικήκαμεν», Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

αγγελιοφόρος, -ος, -ο

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  • αγγελιοφόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)