Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξάγγελος οι εξάγγελοι
      γενική του εξάγγελου
εξαγγέλου
των εξάγγελων
εξαγγέλων
    αιτιατική τον εξάγγελο τους εξάγγελους
εξαγγέλους
     κλητική εξάγγελε εξάγγελοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξάγγελος < αρχαία ελληνική ἐξάγγελος, μορφολογικά αναλύεται σε εξ- + -άγγελος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξάγγελος αρσενικό

  • πρόσωπο της αρχαίας τραγωδίας που έρχεται για να αναγγείλει κάτι που συνέβη στον εσωτερικό χώρο που υποτίθεται ότι υπάρχει πίσω από τη σκηνή

  Μεταφράσεις επεξεργασία