messenger
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
messenger | messengers |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- messenger < μέση αγγλική messengere < παλαιά γαλλική messanger. Μορφολογικά αναλύεται σε message + -er
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈmɛs.n̩.d͡ʒə/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
messenger (en)
- (επάγγελμα) ο/η αγγελιοφόρος