ενικός         πληθυντικός  
messenger messengers

Ετυμολογία

επεξεργασία
messenger < μέση αγγλική messengere < παλαιά γαλλική messanger. Μορφολογικά αναλύεται σε message + -er

Ουσιαστικό

επεξεργασία