Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
message messages

message (en)

  • το μήνυμα, μια πληροφορία που αποστέλλεται σε ηλεκτρονική μορφή, για παράδειγμα μέσω email ή μέσω κινητού
      Did you get my message?
    Πήρες το μήνυμά μου;

Παράγωγα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας message
γ΄ ενικό ενεστώτα messages
αόριστος messaged
παθητική μετοχή messaged
ενεργητική μετοχή messaging

message (en)

  • στέλνω μήνυμα, μέσω διαδικτύου ή μέσω κινητού
      Message this number to vote.
    Στείλετε μήνυμα σε αυτόν τον αριθμό για να ψηφίσετε.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη text

Ουσιαστικό

επεξεργασία

message (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία