Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντελάλης οι ντελάληδες
      γενική του ντελάλη των ντελάληδων
    αιτιατική τον ντελάλη τους ντελάληδες
     κλητική ντελάλη ντελάληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντελάλης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική دلال (dellal, δημώδης εκφορά: tellal) (τουρκική tellal)[1] με ηχηροποίηση στα νέα ελληνικά με [t]>[d] από συμπροφορά [n] και [t] στην έκφραση στην αιτιατική (τον τελάλη) < αραβική دَلَّال (dallāl)
Ή από τη μεσαιωνική ελληνική μέσω του θηλυκού τύπου στη μορφή 'ντελάλισσα'[2] (δείτε τελάλισσα) < οθωμανική τουρκική < αραβική

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /deˈla.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ντε‐λά‐λης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντελάλης αρσενικό (θηλυκό ντελάλισσα)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ντελάλης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «ντελάλης κ. τελάλης» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
    ΣτΕ: αναφέρει μεσαιωνικό τύπο ντελάλισσα, χωρίς σχόλιο για την καταγωγή του ηχηρού [d] στα νέα ελληνικά.