διαλαλητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαλαλητής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαλαλητής αρσενικό
- αυτός που διαλαλεί κάτι, συνήθως για να προωθήσει ένα προϊόν
- (ειδικότερα) που διασπείρει φήμες
- (ειδικότερα) που διαδίδει μυστικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαλαλητής
|