Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαλαλητής οι διαλαλητές
      γενική του διαλαλητή των διαλαλητών
    αιτιατική τον διαλαλητή τους διαλαλητές
     κλητική διαλαλητή διαλαλητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαλαλητής < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαλαλητής αρσενικό

  1. αυτός που διαλαλεί κάτι, συνήθως για να προωθήσει ένα προϊόν
  2. (ειδικότερα) που διασπείρει φήμες
  3. (ειδικότερα) που διαδίδει μυστικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία