Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιριδίτιδα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ιριδίτιδ
α
οι
ιριδίτιδ
ες
γενική
της
ιριδίτιδ
ας
των
ιριδίτιδ
ων
αιτιατική
την
ιριδίτιδ
α
τις
ιριδίτιδ
ες
κλητική
ιριδίτιδ
α
ιριδίτιδ
ες
Κατηγορία
όπως «
αρθρίτιδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιριδίτιδα
<
ίριδα
+
-ίτιδα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ιριδίτιδα
θηλυκό
(
ιατρική
)
φλεγμονή
της ίριδας του οφθαλμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιριδίτιδα