Δείτε επίσης: ιριδίζων
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιριδωτός η ιριδωτή το ιριδωτό
      γενική του ιριδωτού της ιριδωτής του ιριδωτού
    αιτιατική τον ιριδωτό την ιριδωτή το ιριδωτό
     κλητική ιριδωτέ ιριδωτή ιριδωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιριδωτοί οι ιριδωτές τα ιριδωτά
      γενική των ιριδωτών των ιριδωτών των ιριδωτών
    αιτιατική τους ιριδωτούς τις ιριδωτές τα ιριδωτά
     κλητική ιριδωτοί ιριδωτές ιριδωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιριδωτός < ίριδ(α) + -ωτός < αρχαία ελληνική Ἶρις

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.ɾi.ðoˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐ρι‐δω‐τός

  Επίθετο

επεξεργασία

ιριδωτός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)