ιριδισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιριδισμός < ιριδίζω + -μός < ίριδα < αρχαία ελληνική ἶρις ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) irisation)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιριδισμός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ίριδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιριδισμός