Ετυμολογία

επεξεργασία
ιριδίζω < ίριδα + -ίζω < αρχαία ελληνική ἶρις ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) iriser)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.ɾiˈði.zo/

ιριδίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία