ιριδίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιριδίζω < ίριδα + -ίζω < αρχαία ελληνική ἶρις ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) iriser)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ɾiˈði.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαιριδίζω
- κάνω να εμφανιστούν τα χρώματα της ίριδας σε μια επιφάνεια
- Ο ιστός της αράχνης ιριδίζει με το φως του ήλιου.
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ιριδίζω | ιρίδιζα | θα ιριδίζω | να ιριδίζω | ιριδίζοντας | |
β' ενικ. | ιριδίζεις | ιρίδιζες | θα ιριδίζεις | να ιριδίζεις | ιρίδιζε | |
γ' ενικ. | ιριδίζει | ιρίδιζε | θα ιριδίζει | να ιριδίζει | ||
α' πληθ. | ιριδίζουμε | ιριδίζαμε | θα ιριδίζουμε | να ιριδίζουμε | ||
β' πληθ. | ιριδίζετε | ιριδίζατε | θα ιριδίζετε | να ιριδίζετε | ιριδίζετε | |
γ' πληθ. | ιριδίζουν(ε) | ιρίδιζαν ιριδίζαν(ε) |
θα ιριδίζουν(ε) | να ιριδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ιρίδισα | θα ιριδίσω | να ιριδίσω | ιριδίσει | ||
β' ενικ. | ιρίδισες | θα ιριδίσεις | να ιριδίσεις | ιρίδισε | ||
γ' ενικ. | ιρίδισε | θα ιριδίσει | να ιριδίσει | |||
α' πληθ. | ιριδίσαμε | θα ιριδίσουμε | να ιριδίσουμε | |||
β' πληθ. | ιριδίσατε | θα ιριδίσετε | να ιριδίσετε | ιριδίστε | ||
γ' πληθ. | ιρίδισαν ιριδίσαν(ε) |
θα ιριδίσουν(ε) | να ιριδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ιριδίσει | είχα ιριδίσει | θα έχω ιριδίσει | να έχω ιριδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ιριδίσει | είχες ιριδίσει | θα έχεις ιριδίσει | να έχεις ιριδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ιριδίσει | είχε ιριδίσει | θα έχει ιριδίσει | να έχει ιριδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ιριδίσει | είχαμε ιριδίσει | θα έχουμε ιριδίσει | να έχουμε ιριδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ιριδίσει | είχατε ιριδίσει | θα έχετε ιριδίσει | να έχετε ιριδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ιριδίσει | είχαν ιριδίσει | θα έχουν ιριδίσει | να έχουν ιριδίσει |
|