ιριδοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαιριδοσκόπιο ουδέτερο
- (ιατρική) ειδική συσκευή με την οποία επιχειρείται η ιριδοσκόπηση
Συγγενικά
επεξεργασία- ιριδοσκόπηση
- ιριδοανάλυση
- → και δείτε τις λέξεις ίριδα και σκοπός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιριδοσκόπιο
|