Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιριδοσκόπιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ιριδοσκόπι
ο
τα
ιριδοσκόπι
α
γενική
του
ιριδοσκοπί
ου
&
ιριδοσκόπι
ου
των
ιριδοσκοπί
ων
αιτιατική
το
ιριδοσκόπι
ο
τα
ιριδοσκόπι
α
κλητική
ιριδοσκόπι
ο
ιριδοσκόπι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιριδοσκόπιο
<
ίριδα
+
-σκόπιο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ιριδοσκόπιο
ουδέτερο
(
ιατρική
): ειδική
συσκευή
με την οποία επιχειρείται η
ιριδοσκόπηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιριδοσκόπιο