Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιριδιούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ιριδιούχ
ος
η
ιριδιούχ
α
το
ιριδιούχ
ο
γενική
του
ιριδιούχ
ου
της
ιριδιούχ
ας
του
ιριδιούχ
ου
αιτιατική
τον
ιριδιούχ
ο
την
ιριδιούχ
α
το
ιριδιούχ
ο
κλητική
ιριδιούχ
ε
ιριδιούχ
α
ιριδιούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ιριδιούχ
οι
οι
ιριδιούχ
ες
τα
ιριδιούχ
α
γενική
των
ιριδιούχ
ων
των
ιριδιούχ
ων
των
ιριδιούχ
ων
αιτιατική
τους
ιριδιούχ
ους
τις
ιριδιούχ
ες
τα
ιριδιούχ
α
κλητική
ιριδιούχ
οι
ιριδιούχ
ες
ιριδιούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιριδιούχος
<
ιρίδι(ο)
+
-ούχος
Επίθετο
επεξεργασία
ιριδιούχος
που
έχει
ή
περιέχει
ιρίδιο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ιρίδιο
και
έχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιριδιούχος