Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ατομικό βάρος τα ατομικά βάρη
      γενική του ατομικού βάρους των ατομικών βαρών
    αιτιατική το ατομικό βάρος τα ατομικά βάρη
     κλητική ατομικό βάρος ατομικά βάρη
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατομικό βάρος < ατομικός (ουδέτερο ατομικό) & βάρος (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική poids atomique[1]

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ατομικό βάρος ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία