ατομικό βάρος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ατομικό βάρος | τα | ατομικά βάρη |
γενική | του | ατομικού βάρους | των | ατομικών βαρών |
αιτιατική | το | ατομικό βάρος | τα | ατομικά βάρη |
κλητική | ατομικό βάρος | ατομικά βάρη | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ατομικό βάρος < ατομικός (ουδέτερο ατομικό) & βάρος (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική poids atomique[1]
Πολυλεκτικός όροςΕπεξεργασία
ατομικό βάρος ουδέτερο
- (χημεία) αριθμός που εκφράζει την μάζα ενός ατόμου, με μονάδα μέτρησης τα γραμμάρια ανά γραμμομόριο (g/mol)
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ατομικό βάρος
Επεξεργασία
- ↑ «ατομικός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.