ατομικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ατομικός, -ή, -ό
- που αφορά το άτομο αντί για ομάδα ανθρώπων
- ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις
- ≈ συνώνυμα: προσωπικός
- ≠ αντώνυμα: συλλογικός
- (φυσική) που έχει σχέση με το άτομο (το πιο μικρό στοιχείο της ύλης που διατηρεί το βασικό της χαρακτήρα)
- ατομική ενέργεια
- που είναι αδύνατο να χωριστεί
- (λογική) βλ. ατομική πρόταση
- (πληροφορική) σύνολο λειτουργιών που αντιμετωπίζονται σαν μία και αδιαίρετη (βλ. ατομικότητα)
- (πληροφορική) τιμή που λαμβάνεται σαν ολότητα και δεν πρέπει να υποδιαιρείται σε περισσότερες τιμές, όπως σε κάποιες περιπτώσεις μιά συμβολοσειρά (string)
- Αντίθετα από το μοντέλο ΟΣ που επιτρέπει σύνθετα και πλειότιμα γνωρίσματα, στο σχεσιακό μοντέλο κάθε γνώρισμα παίρνει ατομικές τιμές, δηλαδή μια απλή τιμή.[1]
- Mε τον όρο ατομικές (atomic) εννοούμε ότι καμιά τιμή από το πεδίο ορισμού δεν μπορεί να διασπαστεί, στα πλαίσια του σχεσιακού μοντέλου.[2]
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ατομικός
φυσική, πληροφορική
Επεξεργασία
- ↑ Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 44, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04
- ↑ Μ.Χατζόπουλος, 2009, Το Σχεσιακό Μοντέλο - Σχεσιακή Άλγεβρα, Σχεσιακός Λογισμός, σελ. 5. Προσπέλαση 2020-02-06