Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατομικεύω < ατομικός + -εύω

  Ρήμα επεξεργασία

ατομικεύω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία