ατομίκευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ατομίκευση | οι | ατομικεύσεις |
γενική | της | ατομίκευσης* | των | ατομικεύσεων |
αιτιατική | την | ατομίκευση | τις | ατομικεύσεις |
κλητική | ατομίκευση | ατομικεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ατομικεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ατομίκευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ατομικεύω
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατομίκευση
|