ατομικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ατομικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του ατόμου, του καθενός ως ξεχωριστής οντότητας· του ατομικού, της ιδιαιτερότητας σε σχέση με τους άλλους
- η έμφαση στην υπεροχή του ατόμου, του κάθε προσώπου, έναντι των κοινωνικών ομάδων
- (πληροφορική, βάσεις δεδομένων) η τεχνική της ομαδοποίησης πολλών διαφορετικών λειτουργιών έτσι ώστε αν κάποια αποτύχει, να αποτύχουν όλες, και το σύστημα να επανέλθει στην αρχική του κατάσταση[1]
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- (βάσεις δεδομένων) ACID
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατομικότητα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Δοσοληψίες & Ταυτοχρονισμός, Προχωρημένα Θέματα Βάσεων Δεδομένων του τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του ΕΜΠ. Προσπέλαση 2020-03-11