ενικός         πληθυντικός  
personality personalities

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

personality (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η προσωπικότητα, το σύνολο των ιδιαίτερων ψυχικών και πνευματικών χαρακτηριστικών και των τρόπων συμπεριφοράς ενός ατόμου
    ⮡  a person with a strong/with an intense/with a weak personality - άνθρωπος με ισχυρή/με έντονη/με αδύνατη προσωπικότητα
  2. (μη μετρήσιμο) η προσωπικότητα, οι ιδιότητες του χαρακτήρα ενός ατόμου που το κάνουν ενδιαφέρον και ελκυστικό
    ⮡  a man with/without personality - άνθρωπος με/χωρίς προσωπικότητα
  3. η προσωπικότητα, ένας διάσημος άνθρωπος
    ⮡  The show’s guests are usually known personalities.
    Φιλοξενούμενοι της εκπομπής είναι συχνά γνωστές προσωπικότητες.
  4. (μη μετρήσιμο) η προσωπικότητα, οι ιδιότητες ενός τόπου ή ενός πράγματος που το κάνουν ενδιαφέρον και διαφορετικό
    ⮡  cities without personality - πόλεις χωρίς προσωπικότητα
    ⮡  I want my house to have its own personality.
    Το σπίτι μου θέλω να έχει τη δική του προσωπικότητα.
     συνώνυμα: character