personality
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
personality | personalities |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpersonality (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η προσωπικότητα, το σύνολο των ιδιαίτερων ψυχικών και πνευματικών χαρακτηριστικών και των τρόπων συμπεριφοράς ενός ατόμου
- ↪ a person with a strong/with an intense/with a weak personality - άνθρωπος με ισχυρή/με έντονη/με αδύνατη προσωπικότητα
- (μη μετρήσιμο) η προσωπικότητα, οι ιδιότητες του χαρακτήρα ενός ατόμου που το κάνουν ενδιαφέρον και ελκυστικό
- ↪ a man with/without personality - άνθρωπος με/χωρίς προσωπικότητα
- η προσωπικότητα, ένας διάσημος άνθρωπος
- ↪ The show’s guests are usually known personalities.
- Φιλοξενούμενοι της εκπομπής είναι συχνά γνωστές προσωπικότητες.
- ↪ The show’s guests are usually known personalities.
- (μη μετρήσιμο) η προσωπικότητα, οι ιδιότητες ενός τόπου ή ενός πράγματος που το κάνουν ενδιαφέρον και διαφορετικό