individualité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
individualité | individualités |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαindividualité (fr) θηλυκό
- η προσωπικότητα, η ιδιαιτερότητα, η ατομικότητα
ενικός | πληθυντικός |
individualité | individualités |
individualité (fr) θηλυκό