κοινωνικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοινωνικότητα < κοινωνικός + -ότητα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.no.niˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐νω‐νι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοινωνικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος κοινωνικός, η ιδιότητα του κοινωνικού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοινωνικότητα