ατομικισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατομικισμός < ατομικός + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική individualisme)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ατομικισμός αρσενικό
- (λόγιο) η μονομερής προσήλωση του ατόμου στον εαυτό του και τα δικά του συμφέροντα
- (λόγιο) θεωρία που προβάλλει την αξία του ατόμου, έναντι του κοινωνικού συνόλου
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατομικισμός