φιλοτομαρισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιλοτομαρισμός < φιλοτομαριστής
Ουσιαστικό επεξεργασία
φιλοτομαρισμός αρσενικό
- η ιδιότητα του φιλοτομαριστή, του ατόμου που ενδιαφέρεται αποκλειστικά για το εγώ του, τα προσωπικά του συμφέροντα, η συμπεριφορά που καταδεικνύει έλλειψη έγνοιας για τις ανάγκες των άλλων
- Ο φιλοτομαρισμός του δεν περιγράφεται!
Μεταφράσεις επεξεργασία
φιλοτομαρισμός
|