Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φιλοτομαριστής οι φιλοτομαριστές
      γενική του φιλοτομαριστή των φιλοτομαριστών
    αιτιατική τον φιλοτομαριστή τους φιλοτομαριστές
     κλητική φιλοτομαριστή φιλοτομαριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλοτομαριστής < φίλος + τομάρι (φιλο-τομαρι-ιστής)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιλοτομαριστής αρσενικό

  • που νοιάζεται μόνον για τα προσωπικά του συμφέροντα, την δική του ζωή αποκλειστικά, που βάζει πάνω από όλα τον εαυτο του ή το τομάρι του

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία