Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

χωρίζομαι

  • χωρίστηκαν αδέρφια, παιδιά από γονείς, αντρόγυνα, άλλος Αυστραλία, άλλος Αμερική, όπου εύρισκε δουλειά ο καθείς