Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

single (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. ανύπαντρος, ελεύθερος
    I don't want to stay single forever. Sometime I want to have a family.
    Δεν θέλω να μείνω ανύπαντρος για πάντα. Κάποτε θέλω να φτιάξω οικογένεια.
  2. μόνο ένας
    He had a single goal when he was growing up: to leave town.
    Είχε ένα μόνο σκοπό όταν μεγάλωνε: να φύγει από το χωριό.
  3. για χρήση ενός ατόμου
    I want to reserve a single room for three nights.
    Θέλω να κλείσω ένα μονόκλινο για τρεις νύχτες.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
single singles

single (en)

  1. ανύπαντρο άτομο
  2. τραγούδι που δημοσιεύεται και κυκλοφορεί ξεχωριστά σε CD ή άλλο μέσο
  3. (αθλητισμός, στο μπέιζμπολ) χτύπημα της μπάλας που επιτρέπει στον παίκτη να φτάσει στην πρώτη βάση

  Ρήμα επεξεργασία

single (en)

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία