single
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαsingle (en) (χωρίς παραθετικά)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) μοναδικός, μόνος, μόνο ένα
- ↪ not a single example - ούτε ένα μοναδικό παράδειγμα
- ↪ There was a single tree in the garden.
- Υπήρχε ένα μοναδικό δέντρο στον κήπο.
- ↪ He had a single goal when he was growing up: to leave town.
- Είχε ένα μόνο σκοπό όταν μεγάλωνε: να φύγει από το χωριό.
- ↪ A single word will do.
- Μια μόνη λέξη αρκεί.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) μονός, για χρήση ενός ατόμου
- ↪ a single bed - μονό κρεβάτι
- ↪ I want to reserve a single room for three nights.
- Θέλω να κλείσω ένα μονόκλινο για τρεις νύχτες.
- ανύπαντρος, ελεύθερος
- ↪ I don't want to stay single forever. Sometime I want to have a family.
- Δεν θέλω να μείνω ανύπαντρος για πάντα. Κάποτε θέλω να φτιάξω οικογένεια.
- ↪ Are you single or married?
- Είσαι ελεύθερος ή παντρεμένος;
- ↪ I don't want to stay single forever. Sometime I want to have a family.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό, βρετανική σημασία) μονός, για εισιτήριο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
single | singles |
single (en)
- ανύπαντρο άτομο
- τραγούδι που δημοσιεύεται και κυκλοφορεί ξεχωριστά σε CD ή άλλο μέσο
- (αθλητισμός, στο μπέιζμπολ) χτύπημα της μπάλας που επιτρέπει στον παίκτη να φτάσει στην πρώτη βάση
Ρήμα
επεξεργασίαsingle (en)
- → δείτε το phrasal verb single out