↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μοναδικός η μοναδική το μοναδικό
      γενική του μοναδικού της μοναδικής του μοναδικού
    αιτιατική τον μοναδικό τη μοναδική το μοναδικό
     κλητική μοναδικέ μοναδική μοναδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μοναδικοί οι μοναδικές τα μοναδικά
      γενική των μοναδικών των μοναδικών των μοναδικών
    αιτιατική τους μοναδικούς τις μοναδικές τα μοναδικά
     κλητική μοναδικοί μοναδικές μοναδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μοναδικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μοναδικός (αρχαία σημασία: μεμονωμένος) < μονάς, μοναδ- + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mo.na.ðiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐να‐δι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

μοναδικός, -ή, -ό

  1. που υπάρχει ή συμβαίνει μόνο μία φορά
    ⮡  Τη μοναδική φορά που πήγε για σκι, έσπασε το πόδι του.
    ⮡  Κάθε ανθρώπινο ον είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο.
  2. (σε σχήμα υπερβολής) εξαιρετικός, πάρα πολύ καλός
    ⮡  Η ικανότητά του στις ξένες γλώσσες είναι μοναδική.

Συνώνυμα

επεξεργασία

σχετικές λέξεις:

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μοναδικός μοναδική τὸ μοναδικόν
      γενική τοῦ μοναδικοῦ τῆς μοναδικῆς τοῦ μοναδικοῦ
      δοτική τῷ μοναδικ τῇ μοναδικ τῷ μοναδικ
    αιτιατική τὸν μοναδικόν τὴν μοναδικήν τὸ μοναδικόν
     κλητική ! μοναδικέ μοναδική μοναδικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μοναδικοί αἱ μοναδικαί τὰ μοναδικᾰ́
      γενική τῶν μοναδικῶν τῶν μοναδικῶν τῶν μοναδικῶν
      δοτική τοῖς μοναδικοῖς ταῖς μοναδικαῖς τοῖς μοναδικοῖς
    αιτιατική τοὺς μοναδικούς τὰς μοναδικᾱ́ς τὰ μοναδικᾰ́
     κλητική ! μοναδικοί μοναδικαί μοναδικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μοναδικώ τὼ μοναδικᾱ́ τὼ μοναδικώ
      γεν-δοτ τοῖν μοναδικοῖν τοῖν μοναδικαῖν τοῖν μοναδικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα