↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μοναδικότητα οι μοναδικότητες
      γενική της μοναδικότητας των μοναδικοτήτων
    αιτιατική τη μοναδικότητα τις μοναδικότητες
     κλητική μοναδικότητα μοναδικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μοναδικότητα < μοναδικ(ός) + -ότητα [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mo.na.ðiˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐να‐δι‐κό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μοναδικότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα του να είναι κάποιος μοναδικός
    ⮡  η μοναδικότητα του έργου τέχνης

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία