Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεπανάληπτος η ανεπανάληπτη το ανεπανάληπτο
      γενική του ανεπανάληπτου της ανεπανάληπτης του ανεπανάληπτου
    αιτιατική τον ανεπανάληπτο την ανεπανάληπτη το ανεπανάληπτο
     κλητική ανεπανάληπτε ανεπανάληπτη ανεπανάληπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεπανάληπτοι οι ανεπανάληπτες τα ανεπανάληπτα
      γενική των ανεπανάληπτων των ανεπανάληπτων των ανεπανάληπτων
    αιτιατική τους ανεπανάληπτους τις ανεπανάληπτες τα ανεπανάληπτα
     κλητική ανεπανάληπτοι ανεπανάληπτες ανεπανάληπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεπανάληπτος < αν- + επανάληψη + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ανεπανάληπτος, -η, -ο

  1. που δεν επαναλαμβάνεται ή δεν μπορεί να επαναληφθεί
     συνώνυμα: αδευτέρωτος, μοναδικός, πρωτάκουστος, πρωτοφανής
  2. που ξεχωρίζει, που υπερέχει
     συνώνυμα: ασύγκριτος, υπέροχος
  3. αμίμητος

  Μεταφράσεις επεξεργασία