Δείτε επίσης: ἀμίμητος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμίμητος η αμίμητη το αμίμητο
      γενική του αμίμητου της αμίμητης του αμίμητου
    αιτιατική τον αμίμητο την αμίμητη το αμίμητο
     κλητική αμίμητε αμίμητη αμίμητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμίμητοι οι αμίμητες τα αμίμητα
      γενική των αμίμητων των αμίμητων των αμίμητων
    αιτιατική τους αμίμητους τις αμίμητες τα αμίμητα
     κλητική αμίμητοι αμίμητες αμίμητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμίμητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀμίμητος[1] < αρχαία ελληνική μιμέομαι / μιμοῦμαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈmi.mi.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐μί‐μη‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αμίμητος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία