άφθαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άφθαστος | η | άφθαστη | το | άφθαστο |
γενική | του | άφθαστου | της | άφθαστης | του | άφθαστου |
αιτιατική | τον | άφθαστο | την | άφθαστη | το | άφθαστο |
κλητική | άφθαστε | άφθαστη | άφθαστο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άφθαστοι | οι | άφθαστες | τα | άφθαστα |
γενική | των | άφθαστων | των | άφθαστων | των | άφθαστων |
αιτιατική | τους | άφθαστους | τις | άφθαστες | τα | άφθαστα |
κλητική | άφθαστοι | άφθαστες | άφθαστα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άφθαστος < (ελληνιστική κοινή) ἄφθαστος
Επίθετο
επεξεργασίαάφθαστος, -η, -ο
- (οικείο) που δεν μπορεί κάποιος να τον φτάσει
- που δεν μπορεί κάποιος να τον συναγωνιστεί
- που δεν μπορεί κάποιος να τον ξεπεράσει
- που δεν μπορεί κάποιος να τον πραγματοποιήσει
- που δεν μπορεί κάποιος να τον προσεγγίσει
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άφθαστος
|